- νοθοκαλλοσύνη
- νοθοκαλλοσύνη, ἡ (Α)πλαστή ωραιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + καλλοσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοθοκαλλοσύνην — νοθοκαλλοσύνη counterfeit charms fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)